νιτρόφιλος

νιτρόφιλος
-η, -ο
(για φυτά) αυτός που αναπτύσσεται σε έδαφος πλούσιο σε αζωτούχα λιπάσματα, όπως λ.χ. οι τσουκνίδες, τα αμάραντα, κ.ά. φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitrophilous < νιτρ(ο)-* + φίλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”